ΑΡΜΟΝΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Το βοηθητικό blog της Πρότασης Δημοτών Ξυλοκάστρου "Αρμονική Ανάπτυξη"

  • Ιανουαρίου 2009
    Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
     1234
    567891011
    12131415161718
    19202122232425
    262728293031  
  • Πρόσφατα σχόλια

ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΝΟΣ 2ο επεισόδιο

Posted by armoniki στο 5 Ιανουαρίου, 2009

Σικελιανονός

του Αντρέα Ζαρρίνο

 

2ο επεισόδιο

 

Μετά από αυτό το σύντομο, αλλά «κοστοβόρο» για όλους, πόλεμο, έγιναν και άλλοι παρόμοιας ισχύος. Από αυτούς ξεχώρισε ο πόλεμος για ένα φόρο που επέβαλε ο Τζαμάτο σε όλους τους κατοίκους, ώστε να περνάει το φορτηγό από τα σπίτια τους και να τους αδειάζει τους βόθρους. Τα βυτιοφόρα  τα δούλευε  μια ρώσικη οικογένεια οι Δεϋαξόφ, που ήταν στη δούλεψη του μεγάλου αρχηγού. Οι κάτοικοι αντέδρασαν αλλά ο Τόνυ δε μάσαγε. Αρνήθηκε κάθε διαπραγμάτευση και έστελνε τους ανθρώπους του να εισπράξουν. Όσοι δεν πλήρωναν το φορτηγό την είχαν άσχημα. Αντί να αδειάζουν τους βόθρους τους, πέταγαν τα απόβλητα των άλλων μέσα στα σπίτια τους. Έτσι σιγά – σιγά οι περισσότεροι πλήρωσαν και όσοι δεν υπέκυψαν απομονώθηκαν από την κοινωνία γιατί βρώμαγαν πολύ. Από τότε καθιερώθηκε και η έκφραση ότι κάποιος «χρησιμοποιεί βρώμικα μέσα» για να πετύχει το σκοπό του.

Λίγα χρόνια μετά ο Τζίμι Σκουράνο αποσύρθηκε και αρχηγός ανέλαβε, μετά από μερικές δολοφονίες ενδιαφερομένων για το τιμόνι της οικογένειας, ο Βλάσι Καβαλλοτζιοβάννι. Συμμάχησε με κάποια πρώην παλικάρια του Τζαμάτο, οργάνωσε την οικογένεια και ετοιμάστηκε για νέα μεγάλη μάχη.

Ο αντίπαλος όμως του Καβαλλοτζιοβάννι, αποδείχτηκε αχτύπητος. Με πρωτοπαλίκαρό του τον πανούργο Τάτσι Ψαράτσι, δεν άφησε σπίτι στην πόλη που δε μπήκε μέσα με τις μπουλντόζες του. Πήρε μαζί του πολύ κόσμο και μεταξύ αυτών, μερικούς από τους Αρμόνι. Ο Τζαμάτο με βοηθό τον Κριστιάνο Πριμοπαπάσο, που δούλευε για λίγο στους Αρμόνι, προσπάθησε να εξοντώσει την οικογένεια και τελικά κατάφερε να πείσει τον αρχηγό της να πολεμήσει μαζί του. (Το παράξενο σε αυτή την ιστορία ήταν ότι κανείς δεν τον ακολούθησε για να δουλέψει στα μεγάλα μαγαζιά του Τζαμάτο, παρά έμειναν όλοι στο μικρό μαγαζί πουλώντας λεμονάδες. Πολλοί νέοι ήρθαν να βοηθήσουν την οικογένεια, με αφορμή την αποχώρηση του αρχηγού, ενώ επικεφαλής ανέλαβε ο υπαρχηγός Αντριάνο Αρμόνι, μικρός αδελφός του Γκρέγκο.)

Για να μην πολυλογούμε ο Τόνυ νίκησε και τον Καβαλλοτζιοβάννι, κρατώντας την πόλη στον έλεγχό του. Όσοι ήσαν μαζί του πέρναγαν καλά και οι δουλειές τους ανθούσαν. Οι υπόλοιποι όμως είχαν προβλήματα και μέσα σε αυτούς και οι Αρμόνι.

Η μικρή αυτή οικογένεια παρ’ όλες τις δυσκολίες δεν έλεγε να τα παρατήσει και να μπει στη δούλεψη των μεγάλων. Ενοχλούσαν τον Τζαμάτο και τα παλικάρια του και με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να διαλαλούν τις απόψεις του. Πήγαιναν στο κομμωτήριο του Τζόρτζιο Αντονίνι που μαζευόταν κόσμος και διαμαρτυρόντουσαν, ενώ γυρνούσαν και στις γειτονιές  της πόλης μοιράζοντας έντυπα με προκηρύξεις για την ελευθερία και την αυτοδιάθεση. Δυστυχώς όμως οι προσπάθειές τους δεν έφερναν αποτέλεσμα, γιατί ο περισσότερος κόσμος φοβόταν και κοιτούσε μόνο να κάνει τη δουλίτσα του. Κάποια μέρα όμως όλα άλλαξαν και η πόλη απαλλάχτηκε…. Μα ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Απέ που λέτε παιδιά, οι Αρμόνι είχαν στην οικογένεια ένα μεγάλο εφευρέτη. Αυτός είχε ανακαλύψει, μεταξύ άλλων και μια μηχανή που σε ταξίδευε στο χρόνο. Αφού τη δοκίμασε μόνος του για κάμποσο καιρό, ένα βράδυ σ’ ένα οικογενειακό τσιμπούσι, το ανακοίνωσε και στους υπόλοιπους. Όλοι ενθουσιάστηκαν με την ιδέα. Πολλοί φώναξαν ότι βρέθηκε η ευκαιρία να ξεφύγουν από την τυραννία του Τζαμάτο και να πάνε να ζήσουν σε άλλη εποχή. Άλλοι έλεγαν να γυρίσουν λίγα χρόνια πίσω και να τους καθαρίσουν όλους, ώστε να γλιτώσει η πόλη.

Αφού μίλησαν όλοι, ο Αντριάνο σηκώθηκε και είπε: «Μη βιάζεστε! Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Κι ο Τζαμάτο να μην υπήρχε κάποιος άλλος παρόμοιος θα ήταν στη θέση του. Ακόμα και το να φύγουμε δεν είναι λύση. Τόσο αγώνα κάνουμε και θα τα παρατήσουμε; Ποτέ! Όμως είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να γίνουμε καλύτεροι». Οι Αρμόνι κοιτάχτηκαν. Αυτός, γύρισε στον εφευρέτη και ρώτησε:

«Μπορούμε να διαλέγουμε πού ακριβώς – ακριβώς θα πηγαίνουμε μέσα στο χρόνο;»

«Σε όποιο μέρος τραβάει η όρεξή μας, με ακρίβεια δευτερολέπτου!», απάντησε υπερήφανα ο εφευρέτης, φουσκώνοντας σα γαλί .

«Αυτό είναι» είπε ο υπαρχηγός. «Ακούστε με όλοι προσεκτικά. Θα πάμε κατ’ αρχάς στο παρελθόν. Θα βρούμε άλλους σαν κι εμάς που τα είχαν καταφέρει καλύτερα με αυταρχικούς άρχοντες και θα τους ρωτήσουμε πώς το έκαναν. Θα πάμε για να μάθουμε. Θα πάμε για να γίνουμε καλύτεροι και θα ξαναγυρίσουμε να παλέψουμε. Ακονίστε το μυαλό σας. Ανοίξτε τα βιβλία για να βρούμε που τα κατάφερναν καλύτερα».

Έτσι λοιπόν άρχισαν το ψάξιμο και πολύ γρήγορα πήραν την απόφασή τους. Στην εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, υπήρχε ένα μικρό γαλατικό χωριό που κανένας αυτοκράτορας δεν κατάφερε να υποτάξει. Ποτέ δεν πλήρωσαν φόρους στη Ρώμη και οι Αρμόνι αποφάσισαν να τους επισκεφθούν. Φόρτωσαν προμήθειες στη μηχανή του χρόνου, ρύθμισαν την ημερομηνία και μετά από ένα σύντομο χρονοταξίδι έφθασαν σε ένα όμορφο δάσος, την εποχή που αυτοκράτορας στη Ρώμη ήταν ο Κλαύδιος Αντώνιος. Κατέβηκαν από το σκάφος και κοίταξαν με απορία γύρω τους. Όλα έμοιαζαν παραμυθένια. Δέντρα, ήλιος και μαγευτικές μελωδίες πουλιών πλημμύρισαν τις ψυχές τους. Ξέχασαν γρήγορα το σοκ του ταξιδιού και αφού έκρυψαν το σκάφος, τράβηξαν δυτικά που έβλεπαν σπίτια και καπνό. Καθώς πλησίαζαν στο χωριό και χωρίς να πολυκαταλάβουν τι έγινε, δύο μυστήριοι τύποι, ένας πανύψηλος χοντρός μ’ ένα βράχο στα χέρια και ένας αδύνατος κοντός, τους είχαν κάνει τόπι στο ξύλο και κάθονταν από πάνω τους και τους κοίταγαν. Ένα μικρό σκυλί τράβαγε από το παντελόνι τον εφευρέτη, ενώ ο χοντρός ετοιμαζόταν να φύγει.

«Οβελίξ, στάσου» του λέει ο κοντός. «Σαν περίεργα ντυμένοι δεν είναι αυτοί εδώ; Λες να μην είναι Ρωμαίοι;».

«Άσε με Αστερίξ. Πεινάω και δε βλέπω μπροστά μου», απάντησε ο χοντρός και φορτώθηκε τη μεγάλη πέτρα.

«Όχι, δεν είμαστε Ρωμαίοι. Ερχόμαστε από μακριά και θέλουμε να βρούμε κάποιους Γαλάτες που δεν είναι υποταγμένοι στον Καίσαρα. Μάλλον τους βρήκαμε, ε;»  ψέλλισε ο υπαρχηγός Αντριάνο.

«Ουπς. Συγγνώμη παιδιά, αλλά έτσι που σας είδαμε πιστέψαμε ότι είστε μεταμφιεσμένοι Ρωμαίοι. Συγχωρήστε μας κι ελάτε μέσα να σας περιποιηθούμε» είπε ο Αστερίξ και τους βοήθησε να σηκωθούν.

Στο χωριό, τους ετοίμασαν φαγητό και ζεστό μηλίτη. Αφού έφαγαν τους ρώτησαν τι γυρεύουν στα μέρη τους. Οι Αρμόνι εξήγησαν ότι και αυτοί ζουν σε μια άλλη αυτοκρατορία και θέλουν να μάθουν τρόπους ώστε να αντιστέκονται αποτελεσματικότερα.

«Γι’ αυτό ήρθαμε σε σας. Για να μας πείτε, πώς τα καταφέρνετε», είπαν στους Γαλάτες.

Το λόγο τότε, πήρε ο αρχηγός του χωριού:

«Αγαπητοί φίλοι, ο αυτοκράτορας της Ρώμης, Κλαύδιος Αντώνιος συχνά πυκνά στέλνει τους στρατιώτες του για να μας πάρουν τη γη, τα προϊόντα μας αλλά και τα λεφτά μας. Εμείς όμως δεν τους αφήνουμε και τους νικάμε χάρη σε ένα μαγικό φίλτρο που μας φτιάχνει ο δρυίδης μας. Πίνουμε λίγο και μετά ποιος είδε τους θεούς και δεν τους φοβήθηκε. Ένας από εμάς κάνει για χίλιους Ρωμαίους. Βέβαια δεν είναι εύκολο να σας το δώσουμε. Πρέπει πρώτα να πειστούμε ότι δεν είστε φίλοι των Ρωμαίων και μετά ότι δε θα το χρησιμοποιήσετε για κακό. Το λόγο έχει το συμβούλιο του χωριού. Αύριο βράδυ λοιπόν θα μαζευτούμε και θα αποφασίσουμε».

Την άλλη μέρα οι Αρμόνι μιλούσαν με τους Γαλάτες και προσπαθούσαν να τους πείσουν ότι δεν είναι φίλοι των Ρωμαίων. Μάλιστα κανόνισαν να τους κάνουν αυτοί το τραπέζι το βράδυ,  με τις προμήθειες που είχαν μαζί τους και τότε να άκουγαν και την απόφαση του συμβουλίου. Έτσι κι έγινε.

Οι Γαλάτες κάθισαν στο τραπέζι, μιλούσαν και περίμεναν τα φαγητά. Η μυρωδιά των φαγητών που ετοίμαζαν οι Αρμόνι, τους είχε ταράξει. Έμοιαζε λίγο με μυρωδιά από ψητό αγριογούρουνο αλλά είχε κάτι-τις διαφορετικό, απροσδιόριστο και πολύ διεγερτικό. Ο Οβελίξ ήταν ο μόνος που δεν καθόταν στο τραπέζι και πήγε μαζί με τους Αρμόνι να ψήσει. Μετά από μια ώρα γύρισε τρέχοντας, με τα μάτια γουρλωμένα.

«Αδέλφια, την κάναμε. Θα τους δώσουμε το φίλτρο οπωσδήποτε. Δεν το συζητώ, δεν το συζητώ!!!» φώναζε από μακριά.

«Τι έγινε Οβελίξ, τι εννοείς;» λένε όλοι με μια φωνή.

«Ακούστε παιδιά. Αυτοί οι Αρμόνι έχουν ένα κρέας χίλιες φορές καλύτερο από το δικό μας. Τι αγριογούρουνα και κουραφέξαλα. Μόλις φας απ’ αυτό, τα ξεχνάς όλα. ΠΡΟΒΑΤΙΝΑ το λένε. ΠΡΟΒΑΤΙΝΑ σας λέω. Κοιτάτε να τους καλοπιάσουμε να μας φέρνουν. Σωπάστε τώρα, έρχονται».

«Οβελίξ, είπες τα αγριογούρουνα κουραφέξαλα; Α, κάτι σοβαρό συμβαίνει εδώ..», είπε ο Αστερίξ και σούφρωσε φρύδια και μουστάκια.

Οι Αρμόνι φορτωμένοι μεγάλα ταψιά με κρέας έφτασαν και τα ρουθούνια όλων γέμισαν με  μυρωδιές στομαχικής άνοιξης. Οι Γαλάτες που είχαν απεριόριστη εμπιστοσύνη στις γαστρονομικές επιλογές του Οβελίξ, έπεσαν με τα μούτρα στο φαγητό. Με το που το έβαζαν στο στόμα, χαμόγελα έβγαιναν από τα αυτιά , τις μύτες και τα μάτια τους. Μετά από μια ώρα συνεχούς προβατοφαγίας τίποτα δεν είχε μείνει στο τραπέζι και οι Γαλάτες μουρμούριζαν κάτι, εμφανώς ευχαριστημένοι. Τότε μίλησε ο αρχηγός τους.

«Αγαπημένοι φίλοι και αδελφοί Αρμόνι, μπεεεε… Ουπς, μα τι είπα; Τέλος πάντων. Το συμβούλιο του χωριού αποφάσισε ότι μπορούμε να σας δώσουμε το φίλτρο. Από τον τρόπο που τρώτε, μπεεεε, φαίνεται ότι δεν είστε φίλοι των Ρωμαίων. Δρυίδη σε παρακαλώ ετοίμασε ένα βαρέλι συμπυκνωμένου φίλτρου για τα αδέλφια μας. Τώρα αποχωρώ γιατί αυτή η προβατίνα μου ξύπνησε διαθέσεις μυστήριες. Γυναίκα, πάμε. Σήμερα νομίζω ότι είναι η μέρα μας, σήμερα είναι, σήμερα σου λέω». (Εννιά μήνες μετά από εκείνο το βράδυ, η μαμή του χωριού δεν προλάβαινε να ξεγεννάει Γαλάτισσες.)

Μετά από αυτό το υπέροχο βράδυ, οι Αρμόνι ετοίμαζαν την επιστροφή. Φόρτωσαν το φίλτρο και αφού υποσχέθηκαν ότι θα έστελναν γρήγορα ζωντανές προβατίνες και βαρβάτους για αναπαραγωγή, έφυγαν για την πόλη τους. Ρύθμισαν το ρολόι και έφθασαν μια ώρα μετά από την ώρα που είχαν φύγει. Κανείς στην πόλη δεν κατάλαβε τίποτα. Άνοιξαν την άλλη μέρα το μαγαζί τους κανονικά και σχεδίαζαν πώς θα δοκιμάσουν το μαγικό τους φίλτρο. Το βράδυ μαζεύτηκαν και αποφάσισαν να πιουν πρώτα αυτοί και μετά έβλεπαν πώς θα το έδιναν και σε άλλους. Διάλεξαν να το πιουν τη μέρα που θα ερχόντουσαν τα παλικάρια του Τόνυ να πάρουν το βδομαδιάτικο. Φρόντισαν εκείνη την ώρα να είναι μαζεμένοι πολλοί πελάτες, κάνοντας μια γιορτή με δωρεάν λεμονάδες. Οι φουσκωτοί μπήκαν στο μαγαζί και πλησίασαν στο ταμείο. Οι Αρμόνι κοιτάχτηκαν, χαμογέλασαν πονηρά και…

Σχολιάστε