ΑΡΜΟΝΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Το βοηθητικό blog της Πρότασης Δημοτών Ξυλοκάστρου "Αρμονική Ανάπτυξη"

ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΝΟΣ 4ο επεισόδιο

Posted by armoniki στο 5 Ιανουαρίου, 2009

Σικελιανονός

του Αντρέα Ζαρρίνο

 

4ο επεισόδιο

 

Οι κάτοικοι της πόλης λοιπόν, περνούσαν όμορφες μέρες. Οι δουλειές όλων πήγαιναν καλά και υπήρχε πολύς ελεύθερος χρόνος για να ασχολούνται με αυτά που αγαπούσαν. Μαζευόντουσαν στις γειτονιές και στις πλατείες, συζητούσαν  και σχεδίαζαν το μέλλον. Κατά τη διάρκεια της Φιλαρμονικής Περιόδου αναπτύχθηκαν θαυμαστά οι τέχνες, τα γράμματα αλλά και η χοληστερίνη, γιατί τα γλέντια δίναν κι έπαιρναν.

Μέσα σ’ αυτή τη δημιουργική παραζάλη, οι Αρμόνι ετοίμαζαν τα χρονοταξίδια τους, με προορισμό τους Ζαπατίστας και τους Ζεμενίστας. Επειδή όμως όσα είχαν διαβάσει γι’ αυτούς, τούς φαίνονταν περίεργα, αποφάσισαν να πάνε πρώτα στους Γαλάτες να φορτώσουν μπόλικο μαγικό φίλτρο, για νάναι καλυμμένοι.

Ετοίμασαν τη μηχανή του χρόνου, φόρτωσαν προβατίνες κι ένα απόγευμα Κυριακής, μετά το καθιερωμένο τσιμπούσι, ξεκίνησαν για το Γαλατικό χωριό. Ο εφευρέτης ρύθμισε χρονολογία και συντεταγμένες και γύρισε το μοχλό. Σε λίγα χρονοδευτερόλεπτα φωτός έφτασαν στη σωστή εποχή, αλλά σε λάθος σημείο.

Για κακή τους τύχη προσγειώθηκαν σ’ ένα  ρωμαϊκό στρατόπεδο, δίπλα στο γαλατικό χωριό, την ώρα της πρωινής αναφοράς. Δυστυχώς, ο εφευρέτης δεν είχε ξενερώσει από το τσιμπούσι κι έβαλε μια μοίρα λάθος. Όταν βγήκαν από το σκάφος, αντίκρισαν λόγχες να τους σημαδεύουν, ενώ μιλιούνια Ρωμαίοι, τούς κοιτούσαν με απορία. Τους αλυσοδέσανε και τους έσυραν μπροστά σε μια μεγάλη σκηνή, μαζί με τη μηχανή του χρόνου.

Ένας Ρωμαίος αξιωματικός μπήκε μέσα και μετά από λίγο βγήκε ένας τύπος με γυαλιά και ανακοίνωσε: «Εξέρχεται από τη σκηνή του, ο αυτοκράτορας της Ρώμης Κλαύδιος Αντώνιος. Τα πλήθη να σκύψουν!!!». Ήταν ο τσουτσές του Αντώνιου, ονόματι Διονύσιουμ Λογοκόπτουμ.

«Ωχ, την κάτσαμε τη βάρκα» είπε ο Λεμόνι Αρμόνι και δεν είχε καθόλου άδικο. Πέσανε σε επιδρομή των στρατευμάτων του Αντώνιου στη Γαλατία. Είχε έρθει για να υποτάξει το μικρό Γαλατικό χωριό και ο Λεμόνι, που ήταν γατόνι, κατάλαβε ότι την είχαν άσχημα.

Όλοι λοιπόν, έσκυψαν. Όλοι εκτός από τους Αρμόνι, που κοίταγαν τη σκηνή με αγωνία. Τότε ξεπρόβαλλε ο μεγάλος. Αμέσως οι Αρμόνι έσκυψαν… για να φυλαχτούν από τη λάμψη της στολής. Τι λούσα, τι χρυσά, τι στρας! Έλαμπε ολόκληρος.

«Ποιοι είσαστε εσείς ρε και τι θέλετε πρωί πρωί; Το ξέρετε ότι διακόψατε το πρωινό μου;» αναφώνησε ο Κλαύδιος εκνευρισμένος.

«Εί – εί – είμαστεεεε, οι Αρμόνι» ψέλλισε ο υπαρχηγός Αντριάνο, σηκώνοντας λίγο το κεφάλι, μπας και μπορέσει να δει κάτι. «Εεεερχόμαστε από μακριά για να δούμε κάτι συγγενείς μας στο διπλανό χωριό»

«Ποιο; Αυτό με τους Γαλάτες;» τσίριξε ο αυτοκράτωρ.

«Ναι. Πάμε επίσκεψη στη …συνυφάδα, της αδελφής, του θείου μας. Ξέρετε; Η μάνα του γαμπρού της συνυφάδας, της αδελφής του θείου μας πέθανε και πάμε να τους το πούμε» απάντησε ο υπαρχηγός.

«Τι βλακείες είναι αυτά που λες! Είσαι εκτός θέματος. Θα σου αφαιρέσω το λόγο αν συνεχίσεις έτσι» πετάχτηκε ο Λογοκόπτουμ, παρασυρμένος από το ρόλο που είχε στη Ρώμη, να λογοκόβει τους στρατηγούς όταν συνεδρίαζαν με τον αυτοκράτορα.

«Τι έγινε ρε παιδιά; Τι λέει αυτός; Δεν κατάλαβα τίποτα! Και αυτή η άμαξα που ήρθατε, πολύ περίεργη είναι! Ποιος την έφτιαξε;» ρώτησε ο μεγάλος.

«Εεεεγώ», πετάγεται ο εφευρέτης που, ήθελε δεν ήθελε, είχε ξενερώσει.

«Δεν είναι καθόλου σικ. Καλά, ούτε ένα στρας δε βάλατε επάνω; Πώς είναι έτσι; Τέλος πάντων. Φυλακίστε τους, θέλω να τελειώσω το πρωινό μου τώρα. Θα αποφασίσω αργότερα τι θα τους κάνουμε» είπε ο Κλαύδιος και αποχώρησε.

Τους έσυραν τότε σε μια σκηνή και έβαλαν να τους φυλάνε, δέκα επίλεκτοι Ρωμαίοι στρατιώτες, από την προσωπική φρουρά του Κλαύδιου Αντώνιου. Το λόχο των Καμαρουραίουμ, που ήταν ξακουστοί πολεμιστές και είχαν έρθει για να υποτάξουν τους Γαλάτες. Οι Αρμόνι δεμένοι χειροπόδαρα, δίχως στάλα μαγικό φίλτρο και με τους Καμαρουραίουμ απ’ έξω, δεν είχαν καμία τύχη.

«Τροφή για τα λιοντάρια του Κλαύδιου θα γίνουμε», είπε ο Τζόρτζιο ΛαμπορΓκίνι, ο ξακουστός αγρότης των Αρμόνι. «Έχω διαβάσει για δαύτονε. Έχει λιοντάρια και για φαΐ ρίχνει ανθρώπους. Μας βλέπω να γινόμαστε λιονταρίσια τροφή, αδέλφια.. και  μάλιστα χωρίς πιστοποίηση!!!» είπε αστειευόμενος, για να ελαφρύνει λίγο το κλίμα.

«Ρε, καλύτερα στα λιοντάρια. Βάρδα μη μας δώσουνε σ’ αυτούς που μας φυλάνε. Τους είδατε πώς είναι; Αυτοί σίγουρα είναι ανθρωποφάγοι!» συμπλήρωσε ο εφευρέτης για τους φοβερούς Καμαρουραίουμ, που ομολογουμένως δεν ήταν το καλυτερότερο σα θέαμα, αλλά δεν ήταν και το χειροτερότερο. Τα χειροτερότερα δεν τάχαν δει, γιατί οι επίλεκτοι των επιλέκτων, είχαν μείνει στη Ρώμη. Οι φοβεροί και τρομεροί πολεμιστές της φυλής Μελι-Σιού. Οι αιμοδιψείς στρατιώτες που δεν άφηναν τίποτα όρθιο στο πέρασμά τους. Οι ΜελιΣιού έμειναν πίσω για να μη γίνει καμιά ανταρσία, όσο θα έλειπε ο στρατός στη Γαλατία. Ο Αντώνιος τους είχε μεγάλη εμπιστοσύνη και στο ταξίδι αυτό πήρε μαζί του μόνο τον Λογοκόπτουμ από δαύτους.

Ενώ λοιπόν οι Αρμόνι προσπαθούσαν να συνειδητοποιήσουν τι τους βρήκε, ο Κλαύδιος τελείωνε το πρωινό του. Σκουπίστηκε και μετά μάζεψε όλους τους στρατηγούς του. Τον πανούργο Ιούλιο Ψαράκιουμ, διευθυντή του 2ου γραφείου και αρχηγό των σπιούνων της Ρώμης, τον Αύγουστο Κολοτούρουμ, αρχηγό των τροχοφόρων τμημάτων και τον Σεπτέμβριο Μπρακούλουμουμ, υπεύθυνο των έφιππων και επικεφαλής των συμβούλων μηχανικών του Καίσαρα, των περίφημων Μηχανιψιών. Παρών και ο διοικητής του στρατοπέδου, Ιούνιος Παπαστελάτουμ (γνωστός και ως Άσφαλτος), που είχε πάρει δυσμενή μετάθεση από τη Ρώμη και ταλαιπωριόταν στην ξενιτιά τρώγοντας ξύλο από τους Γαλάτες, γιατί ο Αντώνιος φοβόταν μην οργανώσει καμιά ανταρσία και του πάρει το θρόνο. Εννοείται ότι ήταν εκεί κι ο Λογοκόπτουμ, που δεν έλειπε ποτέ από τέτοιες συγκεντρώσεις, μη τυχόν χρειαστεί να λογοκόψει.

«Κλαύδιε Αντώνιε, τα τροχοφόρα είναι έτοιμα. Μπορούμε να επιτεθούμε ανά πάσα στιγμή», είπε περήφανα ο Κολοτούρουμ.

«Και οι αναβάτες μας είναι έτοιμοι να εφαρμόσουν το σχέδιο επίθεσης που έφτιαξαν οι Μηχανιψιοί»» πρόσθεσε ο Μπρακούλουμουμ.

Ο Παπαστελάτουμ που είχε ιδία πείρα, πετάχτηκε και είπε: «Καίσαρα, να ξέρετε ότι όλα αυτά δεν φτάνουν για να υποτάξετε τους Γαλάτες. Πίνουν ένα μαγικό ζωμό και ένας από αυτούς φτάνει για να διαλύσει όλο το στρατό της Ρώμης. Πρέπει να σκεφτούμε κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό από μάχη. Κάτι πιο σατανικό!»

Μόλις άκουσαν «σατανικό» γύρισαν όλοι στον Ψαράκιουμ. Είχε γίνει ξακουστός για τις δολοπλοκίες και τις γαλιφιές του και πολλές μάχες είχαν κερδίσει χωρίς να χυθεί στάλα αίμα. Αυτός, πήγαινε πέρα δώθε σκυφτός και μονολογούσε: «Να τους ασφαλτοστρώσω τους καρόδρομους; Να τους διορίσω τα παιδιά τους στη Ρωμαϊκή Αστυνομία ή να τους πω ότι θα τους πάρω στη Ρώμη για ταξιθέτες στο Κολοσσαίο; Πού θα τσιμπήσουν άραγε;»

«Ούτε από αυτά θα τσιμπήσουν» είπε ο Παπαστελάτουμ. «Τα έχουμε δοκιμάσει όλα. Είναι παράξενοι άνθρωποι σας λέω. Πρέπει να βρούμε κάτι άλλο!»

Τότε ο Ψαράκιουμ έσκυψε και είπε στο αυτί του Αντώνιου: «Περίεργα μας τα λέει ο Ιούνιος. Μήπως δε θέλει να τους υποτάξουμε; Αφού με τα κόλπα μου, έχουμε υποτάξει χωριά και χωριά. Ξεχνάς τι κάναμε στους περιβόητους Αστρίτες, τους Ξυλοκαστρίτες, που το παίζανε και πονηροί; Τα σώβρακα τους πήραμε. Κάτι κρύβει ο δικός σου. Μπας και είναι ώρα για καμιά μετάθεση;».

«Χμ» μουρμούρισε ο Κλαύδιος και κοίταξε άγρια τον Παπαστελάτουμ, που ποτέ του δεν τον χώνεψε. «Δε μας τα λες καλά, Ιούνιε. Θα σε στείλω λίγα χρόνια για μετεκπαίδευση στην Αφρική, στη χώρα των Χυτά, γιατί δεν μ’ αρέσει το στυλάκι σου. Με εξαπάτησες μια φορά, δεύτερη δεν έχει. Ετοιμάσου, οι βρωμεροί Χυτά σε περιμένουν».

«Μα πότε σε εξαπάτησα Κλαύδιε;» είπε απορημένος ο Ιούνιος.

«Έλα τώρα που ξέχασες, Ιούνιε. Ή να σε πω Άσφαλτε καλύτερα για να θυμηθείς! Φύγε τώρα γιατί έχουμε δουλειά» και συνέχισε: «Ιούλιε, θα στείλουμε πρώτα τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο με τα τροχοφόρα και τους έφιππους. Στείλε μαζί και τα καμάρια μου, τους Καμαρουραίουμ. Έτσι σίγουρα θα τα καταφέρουν. Εν τω μεταξύ πείνασα. Δούλες, φέρτε φαΐ!!!»

«Θα τους λιώσουμε» φώναξαν οι στρατηγοί και έφυγαν φουριόζοι.

Ο Παπαστελάτουμ κούνησε το κεφάλι του και έτριψε το μούσι του χαιρέκακα. «Θα φάτε καλά. Αφού δεν ακούτε…Αλλά καλά να πάθει ο αχάριστος. Άκου τον εξαπάτησα!» μουρμούρισε και βγήκε από τη σκηνή.

Ο Ψαράκιουμ βγήκε κι αυτός και πήγε γρήγορα στο λόχο των σπιούνων. Αφού του μουρμούρισαν κάτι στο αυτί, έτριψε τα χέρια του κι έφυγε χαρούμενος. Βλέπετε για να σιγουρέψει ότι θα αποτύχουν οι Κολοτούρουμ και Μπρακούλουμουμ, έβαλε τους σπιούνους να τροχίσουν τους άξονες σε όλες τις άμαξες και να ποτίσουνε νερό με καθαρτικό τα άλογα.

Βέβαια, ούτε τροχίσματα ούτε καθαρτικά χρειάζονταν για την αποτυχία. Αυτή ήταν σίγουρη. Στο χωριό είχαν πάρει χαμπάρι τη μεγάλη ετοιμασία των Ρωμαίων και ο Δρυίδης είχε φτιάξει αποβραδίς δύο χύτρες μαγικό φίλτρο. Τους περίμεναν με μεγάλη ανυπομονησία και με το που μπήκαν τα στρατεύματα στο δρόμο του δάσους, τους επιτέθηκαν. Έγινε χαμός. Οι ήχοι από τα κάρα που έσπαγαν, οι πανοπλίες που τσουβαλιάζονταν και τα χλιμιντρίσματα από τα χεσμένα άλογα, έμπλεκαν με τις κραυγές ηδονής των Γαλατών και τα βογκητά πόνου των Καμαρουραίουμ και λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων και δημιουργούσαν …μια ωραία ατμόσφαιρα.

Πολύ γρήγορα, όπως καταλαβαίνετε, η μάχη τέλειωσε. Πολιορκητικοί κριοί, άμαξες, στρατιώτες, άλογα είχαν γίνει ένα τεράστιο βουνό. Ένα τεράστιο βουνό από μπάζα που βρώμαγε πολύ!

Κολοτούρουμ και Μπρακούλουμουμ κρυμμένοι πίσω από ένα θάμνο, μπορεί να γλίτωσαν το ξύλο, αλλά σκέφτονταν τι τους περίμενε πίσω. Τι θα λέγανε στον Κλαύδιο; Με χίλια ζόρια σύρθηκαν στο στρατόπεδο και δειλά δειλά μπήκαν στη σκηνή του Αντώνιου.

«Μεγαλειότατε, την πατήσαμε» ψέλλισαν με μια φωνή. «Μας τσάκισαν στο ξύλο. Δεν έμεινε τίποτα όρθιο. Να σκεφτείς χέστηκαν και τα άλογα από το φόβο τους, μόλις είδαν τους τρομερούς Γαλάτες. Άσε οι Καμαρουραίοι σου. Ξέχνα τους για κανά χρόνο».

«Τι είπατε ρε άχρηστοι!» ούρλιαξε ο Κλαύδιος. «Πώς τολμάτε και λέτε τέτοια πράγματα μπροστά μου; Θα σας φάνε τα λιοντάρια, ρε!!»

«Σου κατέστρεψαν το στρατό σου. Πρέπει να τιμωρηθούν παραδειγματικά» του ψιθύρισε κι ο Ψαράκιουμ.

«Μα δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Δεν έχουμε ξαναδεί κάτι τέτοιο. Είχε δίκιο ο Παπαστελάτουμ τελικά. Αυτοί οι Γαλάτες είναι περίπτωση.» είπε ο Κολοτούρουμ.

«Σε παρακαλώ Αύγουστε σταμάτα. Είσαι εκτός θέματος» είπε ο Λογοκόπτουμ με άγρια φωνή. «Σε παρακαλώ  πολύ, δηλαδή».

«Καλά λοιπόν, Αύγουστε Κολοτούρουμ και Σεπτέμβριε Μπρακούλουμουμ. Αφού είχε δίκιο ο Ιούνιος Παπαστελάτουμ πηγαίνετε να του κάνετε παρέα στην Αφρική. Χαθείτε από τα μάτια μου αμέσως» φώναξε ο Αντώνιος και ξάπλωσε στο ανάκλιντρό του, κάνοντας πως σκέφτεται.

Απογοητευμένοι και σκυφτοί έφυγαν και πήγαν στον Παπαστελάτουμ. Ετοίμασαν τα πράγματά τους και όλοι μαζί ξεκίνησαν για το μακρινό ταξίδι. Στην Αφρική βέβαια μόνο ο Κολοτούρουμ έφτασε, όπου έμεινε για πάντα. Έφτιαξε μεγάλη οικογένεια και πολλούς αιώνες αργότερα, απόγονοί του ξαναγύρισαν στην Ευρώπη, σαν ποδοσφαιριστές. Ο γνωστός Κόλο Τουρέ της Άρσεναλ ήταν ένας από αυτούς. Ο Παπαστελάτουμ πήγε στην Κεφαλλονιά όπου έζησε ήσυχα κι ωραία, ενώ ο Μπρακούλουμουμ πήρε μαζί του έναν Μηχανιψιό, πήγαν σ’ ένα καντόνι της Ελβετίας και πρόκοψαν χτίζοντας πύργους και καλύβια….

 

συνεχίζεται

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

 
Αρέσει σε %d bloggers: