ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΝΟΣ 3ο επεισόδιο
Posted by armoniki στο 5 Ιανουαρίου, 2009
Σικελιανονός
του Αντρέα Ζαρρίνο
3ο επεισόδιο
Είναι Κυριακή βράδι και τα παλικάρια του Τόνυ έχουν πάει να εισπράξουν το βδομαδιάτικο, από το μικρό μαγαζί που πουλούσε λεμονάδες. Εκεί οι Αρμόνι είχαν στήσει μια γιορτή με δωρεάν λεμονάδες και ο κόσμος ήταν αρκετός για τα δεδομένα του καταστήματος. Είχαν πιει όλοι μια κουτάλα μαγικό φίλτρο και είχαν ρίξει λίγο και στις λεμονάδες των καλεσμένων (αν τυχόν κάποιος πάρει θάρρος από αυτό που θα βλέπει και θέλει να χωθεί στη φάση, μην πιαστεί απροετοίμαστος!). Μόλις μπήκαν τα παλικάρια, οι Αρμόνι κοιτάχτηκαν, χαμογέλασαν πονηρά και … όρμηξαν πάνω τους. Πριν καλοκαταλάβουν τι τους βρήκε, οι φουσκωτοί πεσμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, είχαν σχηματίσει ένα σπάνιο γλυπτό που πρέπει να ζύγιζε έναν τόνο και βγάλε.
Οι καλεσμένοι τα χάσανε. Μετά το πρώτο σοκ, μερικοί πλησίασαν τους Αρμόνι και τους φίλησαν. Άλλοι πάλι γέλαγαν τόσο πολύ, που έπεσαν στα γόνατα και χτυπιόντουσαν, δίπλα στις πεσμένες ανθρωποντουλάπες. Οι πιο πολλοί όμως, αφού πέρασε ο αρχικός ενθουσιασμός, τρόμαξαν. Τρόμαξαν με τη σκέψη της εκδίκησης του Τζαμάτο και πανικοβλήθηκαν μόλις αναλογίστηκαν τον σκληρό Τάτσι Ψαράτσι να έρχεται με τις μπουλντόζες του. Βλέπετε, ο Ψαράτσι ήταν ο φόβος και ο τρόμος όλης της πόλης. Ακόμα και οι δικοί του τον έτρεμαν.
Οι αντιδράσεις δεν άργησαν καθόλου. Πρώτοι έφτασαν οι γενναίοι του Τόνυ που έκαναν περιπολίες με αυτοκίνητα. Οι Αρμόνι τους περιποιήθηκαν πριν μπουν στο μαγαζί. Μερικοί από τους καλεσμένους μπήκαν στο κόλπο και έριχναν κι αυτοί. Μαλικουλές μεγάλος έγινε. Αυτοκίνητα και παλικάρια γίνανε μαλλιά κουβάρια. Ξεθάρρεψαν κι άλλοι, αλλά οι περισσότεροι, έντρομοι συλλογίζονταν την ώρα που θα έφαιναν απ’ τη γωνία οι μπουλντόζες. Οι μπουλντόζες του Ψαράτσι. Και ναι, μετά από λίγο εμφανίστηκαν. JCB, γερανοί, παπαγαλάκια, μπετονιέρες, φορτωτές, φορτηγά και σκαφτικά γέμισαν το δρόμο. Όλες οι δυνάμεις του Τζαμάτο ήσαν εκεί. Ο θόρυβος και οι καπνοί έμπαιναν σε κάθε αυτί, σε κάθε μάτι και ρουθούνι. Οι γυναίκες μάζεψαν τα παιδιά κι έφυγαν. Λίγες μόνο έμειναν από τις Αρμόνι, που ετοίμαζαν λεμονάδες με φίλτρο και μοίραζαν σε όλους.
Η μεγάλη μάχη άρχισε και … μετά από λίγο τελείωσε. Μάλλον ο δρυίδης τόχε φτιάξει βαρύ το φίλτρο. Δύο Αρμόνι σήκωναν μια μπουλντόζα και την περιφέρανε, επιδεικνύοντας την σαν το μέγα λάφυρο. Τα φορτηγά που ήταν φορτωμένα αλκοόλ, αναποδογυρισμένα πια, πότιζαν δρόμο και υπονόμους με άφθονο πιοτό. Οι παρευρισκόμενοι στη γιορτή την είχαν καταβρεί. Γελούσαν και πανηγύριζαν πίνοντας, για λίγο ακόμα, λεμονάδες με φίλτρο.
Εν τω μεταξύ ο Ψαράτσι βλέποντας την καταστροφή, την είχε κάνει διακριτικά. Έτρεξε στο αρχηγείο και είπε τα καθέκαστα σε όλους. Οι παρευρισκόμενοι πετάχτηκαν απ’ τη θέση τους.
«Δεν έχουμε άλλους να στείλουμε;», ρώτησε ο Τόνυ.
«Κανέναν» είπε ο Ψαράτσι. «… ή σχεδόν κανέναν …» μουρμούρισε, δείχνοντας με τρόπο στον Τζαμάτο τον Φάντι Μπρακούλλι. Ήταν, βλέπετε, πάντα ο άνθρωπος των ειδικών αποστολών και πάντα τον έχωνε στα δύσκολα ο Ψαράτσι (χαρακτηριστικό ήταν το χώσιμο που του είχε κάνει, όταν τον έστειλε να σώσει τη ΝΤΕΚΤΕΞ, ένα μαγαζί που, όπως όλοι ήξεραν, ο Ψαράτσι το είχε φαλιρίσει) . Ο μεγάλος αρχηγός, μη ξέροντας τι άλλο να κάνει, στέλνει τον Φάντι να σώσει την κατάσταση. Δεν άντεχε στη σκέψη ότι θα έχανε και τον έλεγχο της πόλης, γιατί λίγες μέρες πριν είχε χάσει και τη μάχη που έδωσε για τον έλεγχο όλης της επαρχίας, της λεγόμενης ΤΕΔΚ.
Απέ που λέτε παιδιά, μια και δυο ο Μπρακούλλι φτάνει έξω από το μαγαζί των Αρμόνι και μένει κάγκελο. Ως συνήθως, τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα, απ’ ότι τάλεγε ο Ψαράτσι. Βίδες είχαν γίνει μηχανήματα και φουσκωτοί. Οι Αρμόνι με τους καλεσμένους τους, αρμονίζανε σε πελάγη ευτυχίας. Θα μου πείτε Αρμόνι είναι κι αρμονίζουν. Όμως είχε βάλει το χεράκι της και η βότκα από τα φορτηγά του Τόνυ, που εδώ και κάμποση ώρα έβαζαν στις λεμονάδες τους. Αν συνυπολογίσετε ότι τη βότκα του Τζαμάτο τη βάζανε και στα αμάξια όταν ξέμεναν από βενζίνη, τότε καταλαβαίνετε πώς ήσαν οι περισσότεροι.
Ο Φάντι πλησίασε, πήρε μια βαθιά ανάσα και ρώτησε τον υπαρχηγό Αντριάνο:
«Και τώρα τι κάνουμε;»
«Φάντι, σύρε και πες στον Τόνυ ότι το παραμύθι τελείωσε. Αυτά που ήξερε να τα ξεχάσει. Από δω και πέρα όλοι θα έχουν το δικό τους μαγαζί και το αλκοόλ θα νομιμοποιηθεί. Όλα όσα έχει απαγορέψει, θα επιτραπούν. Και τα πνευματώδη και τα οινοπνευματώδη. Θα αποφασίζουμε όλοι μαζί για όλα. Οι γειτονιές θα ζωντανέψουν, θα λένε τη γνώμη τους και θα αυτοκαθορίζονται. Φόροι παντός είδους τέλος, όπως και τα αφεντικά. Και πες του αν δε δεχθεί, θα στείλουμε τον δικό μας Ψαράτσι, τον Λούκα και θα σας αποτελειώσει» απάντησε ο υπαρχηγός.
Ο Λούκα πετάχτηκε όρθιος και με το ποδήλατό του έκανε γύρους γελώντας. «Να επιτραπούν τα ποδήλατα», φώναζε καθώς στριφογυρνούσε με το δικό του.
«Οι αγρότες να φτιάξουν ένωσιν μίαν», φώναξε ο Τζιοβάννι Σιόκο, ο αρχαιότερος των Αρμόνι. Όλοι οι παρευρισκόμενοι ζητούσαν από κάτι.
«Α, Φάντι, μαζί με όλα αυτά που άκουσες, πες του και κάτι ακόμα» φώναξε ο Αντριάνο. «Θα βγάλουμε όλες τις φωτογραφίες και τ’ αγάλματα του Τζαμάτο από την πόλη και θα γκρεμίσουμε τα δύο μνημεία στην πλατεία. Αυτά του Προσκυνημένου Πολίτη-Πελάτη-Καταναλωτή και του Αγνώστου Εργολάβου. Έτσι, Φάντι; Τα θυμάσαι ή να τα ξαναπούμε;»
«Όχι, τα θυμάμαι όλα και γρήγορα πάω να τα πω» είπε λαχανιασμένος και μην ξέροντας τι πίνει, άδειασε μονορούφι ένα ποτήρι λεμονάδα με φίλτρο που του προσφέρανε οι Αρμόνι.
Επιστρέφοντας στο αρχηγείο και αφού μετέφερε τα μαντάτα, ο Ψαράτσι του επιτέθηκε φωνάζοντας ότι κατάστρεψε τα πάντα. Ε, λοιπόν αυτό ήταν. Με το που πήγε να τον αποκρούσει ο Φάντι, ο Ψαράτσι απογειώθηκε κι έπεσε στον απέναντι τοίχο. Έφαγε πολλές εκείνο το βράδι από τον Μπρακούλλι. Τουλούμι τον έκανε μιας και του τα φύλαγε, βλέπετε, από κείνες τις παλιότερες υποθέσεις.
Για να μην πολυλογούμε όμως, ο Τζαμάτο συμφώνησε τελικά σε όλα. Δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Η πόλη ελευθερώθηκε και κανένας τώρα δεν έκανε κουμάντο, ή μάλλον κάνανε όλοι. Αγάλματα και μνημεία γκρεμίστηκαν, οι δουλειές όλων πήγαιναν καλά και απέκτησαν σιγά-σιγά ελεύθερο χρόνο για ν’ ασχολούνται και με άλλα πράγματα, εκτός απ’ το μεροκάματο.
Οι Αρμόνι …αρμονίζανε στα πέλαγα της έμπνευσής τους, των παράξενων συνηθειών και των πιο παράξενων ονείρων τους. Πηγαινοερχόντουσαν στους γαλάτες, πηγαίνοντας προβατίνες και φέρνοντας μαγικό φίλτρο και κάτι ψάρια που τους πουλούσε, λιγάκι με το ζόρι η αλήθεια είναι, ο ψαράς του γαλατικού χωριού. Η εποχή αυτή έμεινε στην ιστορία ως Φιλαρμονική Περίοδος. Την αρμονία αυτή τάραξε ο εφευρέτης, που μια μέρα, μετά από ένα χρονοταξίδι στο μέλλον, έφερε πίσω έναν τόμο εγκυκλοπαίδειας. Είχε αρχίσει να κάνει βόλτες στο μέλλον, σε άγνωστα μέρη και κάποια στιγμή προσπάθησε να πάει στο 3.000 μΧ. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο δεν γινόταν τίποτα. Μέχρι το 2100 και κάτι ψιλά του έδειχνε η μηχανή του χρόνου τη γη. Μετά δεν έδειχνε τίποτα. Περίεργο του φάνηκε, αλλά δεν το είπε σε κανέναν. Πήγε λοιπόν στο 2100 περίπου και ήρθε πίσω μ’ έναν τόμο που είχε το γράμμα Ζ απ’ έξω. Ήταν κομμάτι μιας εγκυκλοπαίδειας του μέλλοντος και ήταν πολύ σπάνιο για την εποχή του, επειδή απ’ ότι κατάλαβε τότε δεν πολύ-υπήρχαν βιβλία. Το παρουσιάζει στην οικογένεια και περίεργοι όλοι, μαζεύονταν και το άκουγαν από τον εφευρέτη, που τους το διάβαζε κάθε βράδι. Αφού το διάβασαν όλο και μερικά από δυο και τρεις φορές, γρήγορα βρήκανε τους επόμενους προορισμούς τους, από τον τόμο με τις λέξεις από Ζ.
Ένας ήταν οι Ζαπατίστας στην κοιλάδα Τσιάπας, που η εγκυκλοπαίδεια αφιέρωνε πολλές σελίδες για να περιγράψει τα κατορθώματά τους. Ένας άλλος προορισμός που επέλεξαν, αν και η εγκυκλοπαίδεια δεν έλεγε πάρα πολλά γι’ αυτούς, ήταν μια περίεργη φυλή, οι Ζεμενίστας, που ζούσαν σ’ ένα μέρος πάνω από τη θάλασσα, λίγο έξω από μια πόλη που την έλεγαν …
Σχολιάστε