ΑΡΜΟΝΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Το βοηθητικό blog της Πρότασης Δημοτών Ξυλοκάστρου "Αρμονική Ανάπτυξη"

Archive for 5 Ιανουαρίου 2009

ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΝΟΣ 4ο επεισόδιο

Posted by armoniki στο 5 Ιανουαρίου, 2009

Σικελιανονός

του Αντρέα Ζαρρίνο

 

4ο επεισόδιο

 

Οι κάτοικοι της πόλης λοιπόν, περνούσαν όμορφες μέρες. Οι δουλειές όλων πήγαιναν καλά και υπήρχε πολύς ελεύθερος χρόνος για να ασχολούνται με αυτά που αγαπούσαν. Μαζευόντουσαν στις γειτονιές και στις πλατείες, συζητούσαν  και σχεδίαζαν το μέλλον. Κατά τη διάρκεια της Φιλαρμονικής Περιόδου αναπτύχθηκαν θαυμαστά οι τέχνες, τα γράμματα αλλά και η χοληστερίνη, γιατί τα γλέντια δίναν κι έπαιρναν.

Μέσα σ’ αυτή τη δημιουργική παραζάλη, οι Αρμόνι ετοίμαζαν τα χρονοταξίδια τους, με προορισμό τους Ζαπατίστας και τους Ζεμενίστας. Επειδή όμως όσα είχαν διαβάσει γι’ αυτούς, τούς φαίνονταν περίεργα, αποφάσισαν να πάνε πρώτα στους Γαλάτες να φορτώσουν μπόλικο μαγικό φίλτρο, για νάναι καλυμμένοι.

Ετοίμασαν τη μηχανή του χρόνου, φόρτωσαν προβατίνες κι ένα απόγευμα Κυριακής, μετά το καθιερωμένο τσιμπούσι, ξεκίνησαν για το Γαλατικό χωριό. Ο εφευρέτης ρύθμισε χρονολογία και συντεταγμένες και γύρισε το μοχλό. Σε λίγα χρονοδευτερόλεπτα φωτός έφτασαν στη σωστή εποχή, αλλά σε λάθος σημείο.

Για κακή τους τύχη προσγειώθηκαν σ’ ένα  ρωμαϊκό στρατόπεδο, δίπλα στο γαλατικό χωριό, την ώρα της πρωινής αναφοράς. Δυστυχώς, ο εφευρέτης δεν είχε ξενερώσει από το τσιμπούσι κι έβαλε μια μοίρα λάθος. Όταν βγήκαν από το σκάφος, αντίκρισαν λόγχες να τους σημαδεύουν, ενώ μιλιούνια Ρωμαίοι, τούς κοιτούσαν με απορία. Τους αλυσοδέσανε και τους έσυραν μπροστά σε μια μεγάλη σκηνή, μαζί με τη μηχανή του χρόνου.

Ένας Ρωμαίος αξιωματικός μπήκε μέσα και μετά από λίγο βγήκε ένας τύπος με γυαλιά και ανακοίνωσε: «Εξέρχεται από τη σκηνή του, ο αυτοκράτορας της Ρώμης Κλαύδιος Αντώνιος. Τα πλήθη να σκύψουν!!!». Ήταν ο τσουτσές του Αντώνιου, ονόματι Διονύσιουμ Λογοκόπτουμ.

«Ωχ, την κάτσαμε τη βάρκα» είπε ο Λεμόνι Αρμόνι και δεν είχε καθόλου άδικο. Πέσανε σε επιδρομή των στρατευμάτων του Αντώνιου στη Γαλατία. Είχε έρθει για να υποτάξει το μικρό Γαλατικό χωριό και ο Λεμόνι, που ήταν γατόνι, κατάλαβε ότι την είχαν άσχημα.

Όλοι λοιπόν, έσκυψαν. Όλοι εκτός από τους Αρμόνι, που κοίταγαν τη σκηνή με αγωνία. Τότε ξεπρόβαλλε ο μεγάλος. Αμέσως οι Αρμόνι έσκυψαν… για να φυλαχτούν από τη λάμψη της στολής. Τι λούσα, τι χρυσά, τι στρας! Έλαμπε ολόκληρος.

«Ποιοι είσαστε εσείς ρε και τι θέλετε πρωί πρωί; Το ξέρετε ότι διακόψατε το πρωινό μου;» αναφώνησε ο Κλαύδιος εκνευρισμένος.

«Εί – εί – είμαστεεεε, οι Αρμόνι» ψέλλισε ο υπαρχηγός Αντριάνο, σηκώνοντας λίγο το κεφάλι, μπας και μπορέσει να δει κάτι. «Εεεερχόμαστε από μακριά για να δούμε κάτι συγγενείς μας στο διπλανό χωριό»

«Ποιο; Αυτό με τους Γαλάτες;» τσίριξε ο αυτοκράτωρ.

«Ναι. Πάμε επίσκεψη στη …συνυφάδα, της αδελφής, του θείου μας. Ξέρετε; Η μάνα του γαμπρού της συνυφάδας, της αδελφής του θείου μας πέθανε και πάμε να τους το πούμε» απάντησε ο υπαρχηγός.

«Τι βλακείες είναι αυτά που λες! Είσαι εκτός θέματος. Θα σου αφαιρέσω το λόγο αν συνεχίσεις έτσι» πετάχτηκε ο Λογοκόπτουμ, παρασυρμένος από το ρόλο που είχε στη Ρώμη, να λογοκόβει τους στρατηγούς όταν συνεδρίαζαν με τον αυτοκράτορα.

«Τι έγινε ρε παιδιά; Τι λέει αυτός; Δεν κατάλαβα τίποτα! Και αυτή η άμαξα που ήρθατε, πολύ περίεργη είναι! Ποιος την έφτιαξε;» ρώτησε ο μεγάλος.

«Εεεεγώ», πετάγεται ο εφευρέτης που, ήθελε δεν ήθελε, είχε ξενερώσει.

«Δεν είναι καθόλου σικ. Καλά, ούτε ένα στρας δε βάλατε επάνω; Πώς είναι έτσι; Τέλος πάντων. Φυλακίστε τους, θέλω να τελειώσω το πρωινό μου τώρα. Θα αποφασίσω αργότερα τι θα τους κάνουμε» είπε ο Κλαύδιος και αποχώρησε.

Τους έσυραν τότε σε μια σκηνή και έβαλαν να τους φυλάνε, δέκα επίλεκτοι Ρωμαίοι στρατιώτες, από την προσωπική φρουρά του Κλαύδιου Αντώνιου. Το λόχο των Καμαρουραίουμ, που ήταν ξακουστοί πολεμιστές και είχαν έρθει για να υποτάξουν τους Γαλάτες. Οι Αρμόνι δεμένοι χειροπόδαρα, δίχως στάλα μαγικό φίλτρο και με τους Καμαρουραίουμ απ’ έξω, δεν είχαν καμία τύχη.

«Τροφή για τα λιοντάρια του Κλαύδιου θα γίνουμε», είπε ο Τζόρτζιο ΛαμπορΓκίνι, ο ξακουστός αγρότης των Αρμόνι. «Έχω διαβάσει για δαύτονε. Έχει λιοντάρια και για φαΐ ρίχνει ανθρώπους. Μας βλέπω να γινόμαστε λιονταρίσια τροφή, αδέλφια.. και  μάλιστα χωρίς πιστοποίηση!!!» είπε αστειευόμενος, για να ελαφρύνει λίγο το κλίμα.

«Ρε, καλύτερα στα λιοντάρια. Βάρδα μη μας δώσουνε σ’ αυτούς που μας φυλάνε. Τους είδατε πώς είναι; Αυτοί σίγουρα είναι ανθρωποφάγοι!» συμπλήρωσε ο εφευρέτης για τους φοβερούς Καμαρουραίουμ, που ομολογουμένως δεν ήταν το καλυτερότερο σα θέαμα, αλλά δεν ήταν και το χειροτερότερο. Τα χειροτερότερα δεν τάχαν δει, γιατί οι επίλεκτοι των επιλέκτων, είχαν μείνει στη Ρώμη. Οι φοβεροί και τρομεροί πολεμιστές της φυλής Μελι-Σιού. Οι αιμοδιψείς στρατιώτες που δεν άφηναν τίποτα όρθιο στο πέρασμά τους. Οι ΜελιΣιού έμειναν πίσω για να μη γίνει καμιά ανταρσία, όσο θα έλειπε ο στρατός στη Γαλατία. Ο Αντώνιος τους είχε μεγάλη εμπιστοσύνη και στο ταξίδι αυτό πήρε μαζί του μόνο τον Λογοκόπτουμ από δαύτους.

Ενώ λοιπόν οι Αρμόνι προσπαθούσαν να συνειδητοποιήσουν τι τους βρήκε, ο Κλαύδιος τελείωνε το πρωινό του. Σκουπίστηκε και μετά μάζεψε όλους τους στρατηγούς του. Τον πανούργο Ιούλιο Ψαράκιουμ, διευθυντή του 2ου γραφείου και αρχηγό των σπιούνων της Ρώμης, τον Αύγουστο Κολοτούρουμ, αρχηγό των τροχοφόρων τμημάτων και τον Σεπτέμβριο Μπρακούλουμουμ, υπεύθυνο των έφιππων και επικεφαλής των συμβούλων μηχανικών του Καίσαρα, των περίφημων Μηχανιψιών. Παρών και ο διοικητής του στρατοπέδου, Ιούνιος Παπαστελάτουμ (γνωστός και ως Άσφαλτος), που είχε πάρει δυσμενή μετάθεση από τη Ρώμη και ταλαιπωριόταν στην ξενιτιά τρώγοντας ξύλο από τους Γαλάτες, γιατί ο Αντώνιος φοβόταν μην οργανώσει καμιά ανταρσία και του πάρει το θρόνο. Εννοείται ότι ήταν εκεί κι ο Λογοκόπτουμ, που δεν έλειπε ποτέ από τέτοιες συγκεντρώσεις, μη τυχόν χρειαστεί να λογοκόψει.

«Κλαύδιε Αντώνιε, τα τροχοφόρα είναι έτοιμα. Μπορούμε να επιτεθούμε ανά πάσα στιγμή», είπε περήφανα ο Κολοτούρουμ.

«Και οι αναβάτες μας είναι έτοιμοι να εφαρμόσουν το σχέδιο επίθεσης που έφτιαξαν οι Μηχανιψιοί»» πρόσθεσε ο Μπρακούλουμουμ.

Ο Παπαστελάτουμ που είχε ιδία πείρα, πετάχτηκε και είπε: «Καίσαρα, να ξέρετε ότι όλα αυτά δεν φτάνουν για να υποτάξετε τους Γαλάτες. Πίνουν ένα μαγικό ζωμό και ένας από αυτούς φτάνει για να διαλύσει όλο το στρατό της Ρώμης. Πρέπει να σκεφτούμε κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό από μάχη. Κάτι πιο σατανικό!»

Μόλις άκουσαν «σατανικό» γύρισαν όλοι στον Ψαράκιουμ. Είχε γίνει ξακουστός για τις δολοπλοκίες και τις γαλιφιές του και πολλές μάχες είχαν κερδίσει χωρίς να χυθεί στάλα αίμα. Αυτός, πήγαινε πέρα δώθε σκυφτός και μονολογούσε: «Να τους ασφαλτοστρώσω τους καρόδρομους; Να τους διορίσω τα παιδιά τους στη Ρωμαϊκή Αστυνομία ή να τους πω ότι θα τους πάρω στη Ρώμη για ταξιθέτες στο Κολοσσαίο; Πού θα τσιμπήσουν άραγε;»

«Ούτε από αυτά θα τσιμπήσουν» είπε ο Παπαστελάτουμ. «Τα έχουμε δοκιμάσει όλα. Είναι παράξενοι άνθρωποι σας λέω. Πρέπει να βρούμε κάτι άλλο!»

Τότε ο Ψαράκιουμ έσκυψε και είπε στο αυτί του Αντώνιου: «Περίεργα μας τα λέει ο Ιούνιος. Μήπως δε θέλει να τους υποτάξουμε; Αφού με τα κόλπα μου, έχουμε υποτάξει χωριά και χωριά. Ξεχνάς τι κάναμε στους περιβόητους Αστρίτες, τους Ξυλοκαστρίτες, που το παίζανε και πονηροί; Τα σώβρακα τους πήραμε. Κάτι κρύβει ο δικός σου. Μπας και είναι ώρα για καμιά μετάθεση;».

«Χμ» μουρμούρισε ο Κλαύδιος και κοίταξε άγρια τον Παπαστελάτουμ, που ποτέ του δεν τον χώνεψε. «Δε μας τα λες καλά, Ιούνιε. Θα σε στείλω λίγα χρόνια για μετεκπαίδευση στην Αφρική, στη χώρα των Χυτά, γιατί δεν μ’ αρέσει το στυλάκι σου. Με εξαπάτησες μια φορά, δεύτερη δεν έχει. Ετοιμάσου, οι βρωμεροί Χυτά σε περιμένουν».

«Μα πότε σε εξαπάτησα Κλαύδιε;» είπε απορημένος ο Ιούνιος.

«Έλα τώρα που ξέχασες, Ιούνιε. Ή να σε πω Άσφαλτε καλύτερα για να θυμηθείς! Φύγε τώρα γιατί έχουμε δουλειά» και συνέχισε: «Ιούλιε, θα στείλουμε πρώτα τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο με τα τροχοφόρα και τους έφιππους. Στείλε μαζί και τα καμάρια μου, τους Καμαρουραίουμ. Έτσι σίγουρα θα τα καταφέρουν. Εν τω μεταξύ πείνασα. Δούλες, φέρτε φαΐ!!!»

«Θα τους λιώσουμε» φώναξαν οι στρατηγοί και έφυγαν φουριόζοι.

Ο Παπαστελάτουμ κούνησε το κεφάλι του και έτριψε το μούσι του χαιρέκακα. «Θα φάτε καλά. Αφού δεν ακούτε…Αλλά καλά να πάθει ο αχάριστος. Άκου τον εξαπάτησα!» μουρμούρισε και βγήκε από τη σκηνή.

Ο Ψαράκιουμ βγήκε κι αυτός και πήγε γρήγορα στο λόχο των σπιούνων. Αφού του μουρμούρισαν κάτι στο αυτί, έτριψε τα χέρια του κι έφυγε χαρούμενος. Βλέπετε για να σιγουρέψει ότι θα αποτύχουν οι Κολοτούρουμ και Μπρακούλουμουμ, έβαλε τους σπιούνους να τροχίσουν τους άξονες σε όλες τις άμαξες και να ποτίσουνε νερό με καθαρτικό τα άλογα.

Βέβαια, ούτε τροχίσματα ούτε καθαρτικά χρειάζονταν για την αποτυχία. Αυτή ήταν σίγουρη. Στο χωριό είχαν πάρει χαμπάρι τη μεγάλη ετοιμασία των Ρωμαίων και ο Δρυίδης είχε φτιάξει αποβραδίς δύο χύτρες μαγικό φίλτρο. Τους περίμεναν με μεγάλη ανυπομονησία και με το που μπήκαν τα στρατεύματα στο δρόμο του δάσους, τους επιτέθηκαν. Έγινε χαμός. Οι ήχοι από τα κάρα που έσπαγαν, οι πανοπλίες που τσουβαλιάζονταν και τα χλιμιντρίσματα από τα χεσμένα άλογα, έμπλεκαν με τις κραυγές ηδονής των Γαλατών και τα βογκητά πόνου των Καμαρουραίουμ και λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων και δημιουργούσαν …μια ωραία ατμόσφαιρα.

Πολύ γρήγορα, όπως καταλαβαίνετε, η μάχη τέλειωσε. Πολιορκητικοί κριοί, άμαξες, στρατιώτες, άλογα είχαν γίνει ένα τεράστιο βουνό. Ένα τεράστιο βουνό από μπάζα που βρώμαγε πολύ!

Κολοτούρουμ και Μπρακούλουμουμ κρυμμένοι πίσω από ένα θάμνο, μπορεί να γλίτωσαν το ξύλο, αλλά σκέφτονταν τι τους περίμενε πίσω. Τι θα λέγανε στον Κλαύδιο; Με χίλια ζόρια σύρθηκαν στο στρατόπεδο και δειλά δειλά μπήκαν στη σκηνή του Αντώνιου.

«Μεγαλειότατε, την πατήσαμε» ψέλλισαν με μια φωνή. «Μας τσάκισαν στο ξύλο. Δεν έμεινε τίποτα όρθιο. Να σκεφτείς χέστηκαν και τα άλογα από το φόβο τους, μόλις είδαν τους τρομερούς Γαλάτες. Άσε οι Καμαρουραίοι σου. Ξέχνα τους για κανά χρόνο».

«Τι είπατε ρε άχρηστοι!» ούρλιαξε ο Κλαύδιος. «Πώς τολμάτε και λέτε τέτοια πράγματα μπροστά μου; Θα σας φάνε τα λιοντάρια, ρε!!»

«Σου κατέστρεψαν το στρατό σου. Πρέπει να τιμωρηθούν παραδειγματικά» του ψιθύρισε κι ο Ψαράκιουμ.

«Μα δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Δεν έχουμε ξαναδεί κάτι τέτοιο. Είχε δίκιο ο Παπαστελάτουμ τελικά. Αυτοί οι Γαλάτες είναι περίπτωση.» είπε ο Κολοτούρουμ.

«Σε παρακαλώ Αύγουστε σταμάτα. Είσαι εκτός θέματος» είπε ο Λογοκόπτουμ με άγρια φωνή. «Σε παρακαλώ  πολύ, δηλαδή».

«Καλά λοιπόν, Αύγουστε Κολοτούρουμ και Σεπτέμβριε Μπρακούλουμουμ. Αφού είχε δίκιο ο Ιούνιος Παπαστελάτουμ πηγαίνετε να του κάνετε παρέα στην Αφρική. Χαθείτε από τα μάτια μου αμέσως» φώναξε ο Αντώνιος και ξάπλωσε στο ανάκλιντρό του, κάνοντας πως σκέφτεται.

Απογοητευμένοι και σκυφτοί έφυγαν και πήγαν στον Παπαστελάτουμ. Ετοίμασαν τα πράγματά τους και όλοι μαζί ξεκίνησαν για το μακρινό ταξίδι. Στην Αφρική βέβαια μόνο ο Κολοτούρουμ έφτασε, όπου έμεινε για πάντα. Έφτιαξε μεγάλη οικογένεια και πολλούς αιώνες αργότερα, απόγονοί του ξαναγύρισαν στην Ευρώπη, σαν ποδοσφαιριστές. Ο γνωστός Κόλο Τουρέ της Άρσεναλ ήταν ένας από αυτούς. Ο Παπαστελάτουμ πήγε στην Κεφαλλονιά όπου έζησε ήσυχα κι ωραία, ενώ ο Μπρακούλουμουμ πήρε μαζί του έναν Μηχανιψιό, πήγαν σ’ ένα καντόνι της Ελβετίας και πρόκοψαν χτίζοντας πύργους και καλύβια….

 

συνεχίζεται

Advertisement

Posted in Χωρίς κατηγορία | Leave a Comment »

ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΝΟΣ 3ο επεισόδιο

Posted by armoniki στο 5 Ιανουαρίου, 2009

Σικελιανονός

του Αντρέα Ζαρρίνο

 

3ο επεισόδιο

 

Είναι Κυριακή βράδι και τα παλικάρια του Τόνυ έχουν πάει να εισπράξουν το βδομαδιάτικο, από το μικρό μαγαζί που πουλούσε λεμονάδες. Εκεί οι Αρμόνι είχαν στήσει μια γιορτή με δωρεάν λεμονάδες και ο κόσμος ήταν αρκετός για τα δεδομένα του καταστήματος. Είχαν πιει όλοι μια κουτάλα μαγικό φίλτρο και είχαν ρίξει λίγο και στις λεμονάδες των καλεσμένων (αν τυχόν κάποιος πάρει θάρρος από αυτό που θα βλέπει και θέλει να χωθεί στη φάση, μην πιαστεί απροετοίμαστος!). Μόλις μπήκαν τα παλικάρια, οι Αρμόνι κοιτάχτηκαν, χαμογέλασαν πονηρά και … όρμηξαν πάνω τους. Πριν καλοκαταλάβουν τι τους βρήκε, οι φουσκωτοί πεσμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, είχαν σχηματίσει ένα σπάνιο γλυπτό που πρέπει να ζύγιζε έναν τόνο και βγάλε.

Οι καλεσμένοι τα χάσανε. Μετά το πρώτο σοκ, μερικοί πλησίασαν τους Αρμόνι και τους φίλησαν. Άλλοι πάλι γέλαγαν τόσο πολύ, που έπεσαν στα γόνατα και χτυπιόντουσαν, δίπλα στις πεσμένες ανθρωποντουλάπες. Οι πιο πολλοί όμως, αφού πέρασε ο αρχικός ενθουσιασμός, τρόμαξαν. Τρόμαξαν με τη σκέψη της εκδίκησης του Τζαμάτο και πανικοβλήθηκαν μόλις αναλογίστηκαν τον σκληρό Τάτσι Ψαράτσι να έρχεται με τις μπουλντόζες του. Βλέπετε, ο Ψαράτσι ήταν ο φόβος και ο τρόμος όλης της πόλης. Ακόμα και οι δικοί του τον έτρεμαν.

Οι αντιδράσεις δεν άργησαν καθόλου. Πρώτοι έφτασαν οι γενναίοι του Τόνυ που έκαναν περιπολίες με αυτοκίνητα. Οι Αρμόνι τους περιποιήθηκαν πριν μπουν στο μαγαζί. Μερικοί  από τους καλεσμένους μπήκαν στο κόλπο και έριχναν κι αυτοί. Μαλικουλές μεγάλος έγινε. Αυτοκίνητα και παλικάρια γίνανε μαλλιά κουβάρια. Ξεθάρρεψαν κι άλλοι, αλλά οι περισσότεροι, έντρομοι συλλογίζονταν την ώρα που θα έφαιναν απ’ τη γωνία οι μπουλντόζες. Οι μπουλντόζες του Ψαράτσι. Και ναι, μετά από λίγο εμφανίστηκαν. JCB, γερανοί, παπαγαλάκια, μπετονιέρες, φορτωτές, φορτηγά και σκαφτικά γέμισαν το δρόμο. Όλες οι δυνάμεις του Τζαμάτο ήσαν εκεί. Ο θόρυβος και οι καπνοί έμπαιναν σε κάθε αυτί, σε κάθε μάτι και ρουθούνι. Οι γυναίκες μάζεψαν τα παιδιά κι έφυγαν. Λίγες μόνο έμειναν από τις Αρμόνι, που ετοίμαζαν λεμονάδες με φίλτρο και μοίραζαν σε όλους.

Η μεγάλη μάχη άρχισε και … μετά από λίγο τελείωσε. Μάλλον ο δρυίδης τόχε φτιάξει βαρύ το φίλτρο. Δύο Αρμόνι σήκωναν μια μπουλντόζα και την περιφέρανε, επιδεικνύοντας την σαν το μέγα λάφυρο. Τα φορτηγά που ήταν φορτωμένα αλκοόλ, αναποδογυρισμένα πια, πότιζαν δρόμο και υπονόμους με άφθονο πιοτό. Οι παρευρισκόμενοι στη γιορτή την είχαν καταβρεί. Γελούσαν και πανηγύριζαν πίνοντας, για λίγο ακόμα, λεμονάδες με φίλτρο.

Εν τω μεταξύ ο Ψαράτσι βλέποντας την καταστροφή, την είχε κάνει διακριτικά. Έτρεξε στο αρχηγείο και είπε τα καθέκαστα σε όλους. Οι παρευρισκόμενοι πετάχτηκαν απ’ τη θέση τους.

«Δεν έχουμε άλλους να στείλουμε;», ρώτησε ο Τόνυ.

«Κανέναν» είπε ο Ψαράτσι. «… ή σχεδόν κανέναν …» μουρμούρισε, δείχνοντας με τρόπο στον Τζαμάτο τον Φάντι Μπρακούλλι. Ήταν, βλέπετε, πάντα ο άνθρωπος των ειδικών αποστολών και πάντα τον έχωνε στα δύσκολα ο Ψαράτσι (χαρακτηριστικό ήταν το χώσιμο που του είχε κάνει, όταν τον έστειλε να σώσει τη ΝΤΕΚΤΕΞ, ένα μαγαζί που, όπως όλοι ήξεραν, ο Ψαράτσι το είχε φαλιρίσει) . Ο μεγάλος αρχηγός, μη ξέροντας τι άλλο να κάνει, στέλνει τον Φάντι να σώσει την κατάσταση. Δεν άντεχε στη σκέψη ότι θα έχανε και τον έλεγχο της πόλης, γιατί λίγες μέρες πριν είχε χάσει και τη μάχη που έδωσε για τον έλεγχο όλης της επαρχίας, της λεγόμενης ΤΕΔΚ.

Απέ που λέτε παιδιά, μια και δυο ο Μπρακούλλι φτάνει έξω από το μαγαζί των Αρμόνι και μένει κάγκελο. Ως συνήθως, τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα, απ’ ότι τάλεγε ο Ψαράτσι. Βίδες είχαν γίνει μηχανήματα και φουσκωτοί. Οι Αρμόνι με τους καλεσμένους τους, αρμονίζανε σε πελάγη ευτυχίας. Θα μου πείτε Αρμόνι είναι κι αρμονίζουν. Όμως είχε βάλει το χεράκι της και η βότκα από τα φορτηγά του Τόνυ, που εδώ και κάμποση ώρα έβαζαν στις λεμονάδες τους. Αν συνυπολογίσετε ότι τη βότκα του Τζαμάτο τη βάζανε και στα αμάξια όταν ξέμεναν από βενζίνη, τότε καταλαβαίνετε πώς ήσαν οι περισσότεροι.

Ο Φάντι πλησίασε, πήρε μια βαθιά ανάσα και ρώτησε τον υπαρχηγό Αντριάνο:

«Και τώρα τι κάνουμε;»

«Φάντι, σύρε και πες στον Τόνυ ότι το παραμύθι τελείωσε. Αυτά που ήξερε να τα ξεχάσει. Από δω και πέρα όλοι θα έχουν το δικό τους μαγαζί και το αλκοόλ θα νομιμοποιηθεί. Όλα όσα έχει απαγορέψει, θα επιτραπούν. Και τα πνευματώδη και τα οινοπνευματώδη. Θα αποφασίζουμε όλοι μαζί για όλα. Οι γειτονιές θα ζωντανέψουν, θα λένε τη γνώμη τους και θα αυτοκαθορίζονται. Φόροι παντός είδους τέλος, όπως και τα αφεντικά. Και πες του αν δε δεχθεί, θα στείλουμε τον δικό μας Ψαράτσι, τον Λούκα και θα σας αποτελειώσει» απάντησε ο υπαρχηγός.

Ο Λούκα πετάχτηκε όρθιος και με το ποδήλατό του έκανε γύρους γελώντας. «Να επιτραπούν τα ποδήλατα», φώναζε καθώς στριφογυρνούσε με το δικό του.

«Οι αγρότες να φτιάξουν ένωσιν μίαν», φώναξε ο Τζιοβάννι Σιόκο, ο αρχαιότερος των Αρμόνι. Όλοι οι παρευρισκόμενοι ζητούσαν από κάτι.

 «Α, Φάντι, μαζί με όλα αυτά που άκουσες, πες του και κάτι ακόμα» φώναξε ο Αντριάνο. «Θα βγάλουμε όλες τις φωτογραφίες και τ’ αγάλματα του Τζαμάτο από την πόλη και θα γκρεμίσουμε τα δύο μνημεία στην πλατεία. Αυτά του Προσκυνημένου Πολίτη-Πελάτη-Καταναλωτή και του Αγνώστου Εργολάβου. Έτσι, Φάντι; Τα θυμάσαι ή να τα ξαναπούμε;»

«Όχι, τα θυμάμαι όλα και γρήγορα πάω να τα πω» είπε λαχανιασμένος και μην ξέροντας τι πίνει, άδειασε μονορούφι ένα ποτήρι λεμονάδα με φίλτρο που του προσφέρανε οι Αρμόνι.

Επιστρέφοντας στο αρχηγείο και αφού μετέφερε τα μαντάτα, ο Ψαράτσι του επιτέθηκε φωνάζοντας ότι κατάστρεψε τα πάντα. Ε, λοιπόν αυτό ήταν. Με το που πήγε να τον αποκρούσει ο Φάντι, ο Ψαράτσι απογειώθηκε κι έπεσε στον απέναντι τοίχο. Έφαγε πολλές εκείνο το βράδι από τον Μπρακούλλι. Τουλούμι τον έκανε μιας και του τα φύλαγε, βλέπετε, από κείνες τις παλιότερες υποθέσεις.

Για να μην πολυλογούμε όμως, ο Τζαμάτο συμφώνησε τελικά σε όλα. Δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Η πόλη ελευθερώθηκε και κανένας τώρα δεν έκανε κουμάντο, ή μάλλον κάνανε όλοι. Αγάλματα και μνημεία γκρεμίστηκαν, οι δουλειές όλων πήγαιναν καλά και απέκτησαν σιγά-σιγά ελεύθερο χρόνο για ν’ ασχολούνται και με άλλα πράγματα, εκτός απ’ το μεροκάματο.

Οι Αρμόνι …αρμονίζανε στα πέλαγα της έμπνευσής τους, των παράξενων συνηθειών και των πιο παράξενων ονείρων τους. Πηγαινοερχόντουσαν στους γαλάτες, πηγαίνοντας προβατίνες και φέρνοντας μαγικό φίλτρο και κάτι ψάρια που τους πουλούσε, λιγάκι με το ζόρι η αλήθεια είναι, ο ψαράς του γαλατικού χωριού. Η εποχή αυτή έμεινε στην ιστορία ως Φιλαρμονική Περίοδος.  Την αρμονία αυτή τάραξε ο εφευρέτης, που μια μέρα, μετά από ένα χρονοταξίδι στο μέλλον, έφερε πίσω έναν τόμο εγκυκλοπαίδειας. Είχε αρχίσει να κάνει βόλτες στο μέλλον, σε άγνωστα μέρη και κάποια στιγμή προσπάθησε να πάει στο 3.000 μΧ. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο δεν γινόταν τίποτα. Μέχρι το 2100 και κάτι ψιλά του έδειχνε η μηχανή του χρόνου τη γη. Μετά δεν έδειχνε τίποτα. Περίεργο του φάνηκε, αλλά δεν το είπε σε κανέναν.  Πήγε λοιπόν στο 2100 περίπου και ήρθε πίσω μ’ έναν τόμο που είχε το γράμμα Ζ απ’ έξω. Ήταν κομμάτι μιας εγκυκλοπαίδειας του μέλλοντος και ήταν πολύ σπάνιο για την εποχή του, επειδή απ’ ότι κατάλαβε τότε δεν πολύ-υπήρχαν βιβλία. Το παρουσιάζει στην οικογένεια και περίεργοι όλοι, μαζεύονταν και το άκουγαν από τον εφευρέτη, που τους το διάβαζε κάθε βράδι. Αφού το διάβασαν όλο και μερικά από δυο και τρεις φορές, γρήγορα βρήκανε τους επόμενους προορισμούς τους, από τον τόμο με τις λέξεις από Ζ.

Ένας ήταν οι Ζαπατίστας στην κοιλάδα Τσιάπας, που η εγκυκλοπαίδεια αφιέρωνε πολλές σελίδες για να περιγράψει τα  κατορθώματά τους. Ένας άλλος προορισμός που επέλεξαν, αν και η εγκυκλοπαίδεια δεν έλεγε πάρα πολλά γι’ αυτούς, ήταν μια περίεργη φυλή, οι Ζεμενίστας, που ζούσαν σ’ ένα μέρος πάνω από τη θάλασσα, λίγο έξω από μια πόλη που την έλεγαν …

Posted in Χωρίς κατηγορία | Leave a Comment »

ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΝΟΣ 2ο επεισόδιο

Posted by armoniki στο 5 Ιανουαρίου, 2009

Σικελιανονός

του Αντρέα Ζαρρίνο

 

2ο επεισόδιο

 

Μετά από αυτό το σύντομο, αλλά «κοστοβόρο» για όλους, πόλεμο, έγιναν και άλλοι παρόμοιας ισχύος. Από αυτούς ξεχώρισε ο πόλεμος για ένα φόρο που επέβαλε ο Τζαμάτο σε όλους τους κατοίκους, ώστε να περνάει το φορτηγό από τα σπίτια τους και να τους αδειάζει τους βόθρους. Τα βυτιοφόρα  τα δούλευε  μια ρώσικη οικογένεια οι Δεϋαξόφ, που ήταν στη δούλεψη του μεγάλου αρχηγού. Οι κάτοικοι αντέδρασαν αλλά ο Τόνυ δε μάσαγε. Αρνήθηκε κάθε διαπραγμάτευση και έστελνε τους ανθρώπους του να εισπράξουν. Όσοι δεν πλήρωναν το φορτηγό την είχαν άσχημα. Αντί να αδειάζουν τους βόθρους τους, πέταγαν τα απόβλητα των άλλων μέσα στα σπίτια τους. Έτσι σιγά – σιγά οι περισσότεροι πλήρωσαν και όσοι δεν υπέκυψαν απομονώθηκαν από την κοινωνία γιατί βρώμαγαν πολύ. Από τότε καθιερώθηκε και η έκφραση ότι κάποιος «χρησιμοποιεί βρώμικα μέσα» για να πετύχει το σκοπό του.

Λίγα χρόνια μετά ο Τζίμι Σκουράνο αποσύρθηκε και αρχηγός ανέλαβε, μετά από μερικές δολοφονίες ενδιαφερομένων για το τιμόνι της οικογένειας, ο Βλάσι Καβαλλοτζιοβάννι. Συμμάχησε με κάποια πρώην παλικάρια του Τζαμάτο, οργάνωσε την οικογένεια και ετοιμάστηκε για νέα μεγάλη μάχη.

Ο αντίπαλος όμως του Καβαλλοτζιοβάννι, αποδείχτηκε αχτύπητος. Με πρωτοπαλίκαρό του τον πανούργο Τάτσι Ψαράτσι, δεν άφησε σπίτι στην πόλη που δε μπήκε μέσα με τις μπουλντόζες του. Πήρε μαζί του πολύ κόσμο και μεταξύ αυτών, μερικούς από τους Αρμόνι. Ο Τζαμάτο με βοηθό τον Κριστιάνο Πριμοπαπάσο, που δούλευε για λίγο στους Αρμόνι, προσπάθησε να εξοντώσει την οικογένεια και τελικά κατάφερε να πείσει τον αρχηγό της να πολεμήσει μαζί του. (Το παράξενο σε αυτή την ιστορία ήταν ότι κανείς δεν τον ακολούθησε για να δουλέψει στα μεγάλα μαγαζιά του Τζαμάτο, παρά έμειναν όλοι στο μικρό μαγαζί πουλώντας λεμονάδες. Πολλοί νέοι ήρθαν να βοηθήσουν την οικογένεια, με αφορμή την αποχώρηση του αρχηγού, ενώ επικεφαλής ανέλαβε ο υπαρχηγός Αντριάνο Αρμόνι, μικρός αδελφός του Γκρέγκο.)

Για να μην πολυλογούμε ο Τόνυ νίκησε και τον Καβαλλοτζιοβάννι, κρατώντας την πόλη στον έλεγχό του. Όσοι ήσαν μαζί του πέρναγαν καλά και οι δουλειές τους ανθούσαν. Οι υπόλοιποι όμως είχαν προβλήματα και μέσα σε αυτούς και οι Αρμόνι.

Η μικρή αυτή οικογένεια παρ’ όλες τις δυσκολίες δεν έλεγε να τα παρατήσει και να μπει στη δούλεψη των μεγάλων. Ενοχλούσαν τον Τζαμάτο και τα παλικάρια του και με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να διαλαλούν τις απόψεις του. Πήγαιναν στο κομμωτήριο του Τζόρτζιο Αντονίνι που μαζευόταν κόσμος και διαμαρτυρόντουσαν, ενώ γυρνούσαν και στις γειτονιές  της πόλης μοιράζοντας έντυπα με προκηρύξεις για την ελευθερία και την αυτοδιάθεση. Δυστυχώς όμως οι προσπάθειές τους δεν έφερναν αποτέλεσμα, γιατί ο περισσότερος κόσμος φοβόταν και κοιτούσε μόνο να κάνει τη δουλίτσα του. Κάποια μέρα όμως όλα άλλαξαν και η πόλη απαλλάχτηκε…. Μα ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Απέ που λέτε παιδιά, οι Αρμόνι είχαν στην οικογένεια ένα μεγάλο εφευρέτη. Αυτός είχε ανακαλύψει, μεταξύ άλλων και μια μηχανή που σε ταξίδευε στο χρόνο. Αφού τη δοκίμασε μόνος του για κάμποσο καιρό, ένα βράδυ σ’ ένα οικογενειακό τσιμπούσι, το ανακοίνωσε και στους υπόλοιπους. Όλοι ενθουσιάστηκαν με την ιδέα. Πολλοί φώναξαν ότι βρέθηκε η ευκαιρία να ξεφύγουν από την τυραννία του Τζαμάτο και να πάνε να ζήσουν σε άλλη εποχή. Άλλοι έλεγαν να γυρίσουν λίγα χρόνια πίσω και να τους καθαρίσουν όλους, ώστε να γλιτώσει η πόλη.

Αφού μίλησαν όλοι, ο Αντριάνο σηκώθηκε και είπε: «Μη βιάζεστε! Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Κι ο Τζαμάτο να μην υπήρχε κάποιος άλλος παρόμοιος θα ήταν στη θέση του. Ακόμα και το να φύγουμε δεν είναι λύση. Τόσο αγώνα κάνουμε και θα τα παρατήσουμε; Ποτέ! Όμως είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να γίνουμε καλύτεροι». Οι Αρμόνι κοιτάχτηκαν. Αυτός, γύρισε στον εφευρέτη και ρώτησε:

«Μπορούμε να διαλέγουμε πού ακριβώς – ακριβώς θα πηγαίνουμε μέσα στο χρόνο;»

«Σε όποιο μέρος τραβάει η όρεξή μας, με ακρίβεια δευτερολέπτου!», απάντησε υπερήφανα ο εφευρέτης, φουσκώνοντας σα γαλί .

«Αυτό είναι» είπε ο υπαρχηγός. «Ακούστε με όλοι προσεκτικά. Θα πάμε κατ’ αρχάς στο παρελθόν. Θα βρούμε άλλους σαν κι εμάς που τα είχαν καταφέρει καλύτερα με αυταρχικούς άρχοντες και θα τους ρωτήσουμε πώς το έκαναν. Θα πάμε για να μάθουμε. Θα πάμε για να γίνουμε καλύτεροι και θα ξαναγυρίσουμε να παλέψουμε. Ακονίστε το μυαλό σας. Ανοίξτε τα βιβλία για να βρούμε που τα κατάφερναν καλύτερα».

Έτσι λοιπόν άρχισαν το ψάξιμο και πολύ γρήγορα πήραν την απόφασή τους. Στην εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, υπήρχε ένα μικρό γαλατικό χωριό που κανένας αυτοκράτορας δεν κατάφερε να υποτάξει. Ποτέ δεν πλήρωσαν φόρους στη Ρώμη και οι Αρμόνι αποφάσισαν να τους επισκεφθούν. Φόρτωσαν προμήθειες στη μηχανή του χρόνου, ρύθμισαν την ημερομηνία και μετά από ένα σύντομο χρονοταξίδι έφθασαν σε ένα όμορφο δάσος, την εποχή που αυτοκράτορας στη Ρώμη ήταν ο Κλαύδιος Αντώνιος. Κατέβηκαν από το σκάφος και κοίταξαν με απορία γύρω τους. Όλα έμοιαζαν παραμυθένια. Δέντρα, ήλιος και μαγευτικές μελωδίες πουλιών πλημμύρισαν τις ψυχές τους. Ξέχασαν γρήγορα το σοκ του ταξιδιού και αφού έκρυψαν το σκάφος, τράβηξαν δυτικά που έβλεπαν σπίτια και καπνό. Καθώς πλησίαζαν στο χωριό και χωρίς να πολυκαταλάβουν τι έγινε, δύο μυστήριοι τύποι, ένας πανύψηλος χοντρός μ’ ένα βράχο στα χέρια και ένας αδύνατος κοντός, τους είχαν κάνει τόπι στο ξύλο και κάθονταν από πάνω τους και τους κοίταγαν. Ένα μικρό σκυλί τράβαγε από το παντελόνι τον εφευρέτη, ενώ ο χοντρός ετοιμαζόταν να φύγει.

«Οβελίξ, στάσου» του λέει ο κοντός. «Σαν περίεργα ντυμένοι δεν είναι αυτοί εδώ; Λες να μην είναι Ρωμαίοι;».

«Άσε με Αστερίξ. Πεινάω και δε βλέπω μπροστά μου», απάντησε ο χοντρός και φορτώθηκε τη μεγάλη πέτρα.

«Όχι, δεν είμαστε Ρωμαίοι. Ερχόμαστε από μακριά και θέλουμε να βρούμε κάποιους Γαλάτες που δεν είναι υποταγμένοι στον Καίσαρα. Μάλλον τους βρήκαμε, ε;»  ψέλλισε ο υπαρχηγός Αντριάνο.

«Ουπς. Συγγνώμη παιδιά, αλλά έτσι που σας είδαμε πιστέψαμε ότι είστε μεταμφιεσμένοι Ρωμαίοι. Συγχωρήστε μας κι ελάτε μέσα να σας περιποιηθούμε» είπε ο Αστερίξ και τους βοήθησε να σηκωθούν.

Στο χωριό, τους ετοίμασαν φαγητό και ζεστό μηλίτη. Αφού έφαγαν τους ρώτησαν τι γυρεύουν στα μέρη τους. Οι Αρμόνι εξήγησαν ότι και αυτοί ζουν σε μια άλλη αυτοκρατορία και θέλουν να μάθουν τρόπους ώστε να αντιστέκονται αποτελεσματικότερα.

«Γι’ αυτό ήρθαμε σε σας. Για να μας πείτε, πώς τα καταφέρνετε», είπαν στους Γαλάτες.

Το λόγο τότε, πήρε ο αρχηγός του χωριού:

«Αγαπητοί φίλοι, ο αυτοκράτορας της Ρώμης, Κλαύδιος Αντώνιος συχνά πυκνά στέλνει τους στρατιώτες του για να μας πάρουν τη γη, τα προϊόντα μας αλλά και τα λεφτά μας. Εμείς όμως δεν τους αφήνουμε και τους νικάμε χάρη σε ένα μαγικό φίλτρο που μας φτιάχνει ο δρυίδης μας. Πίνουμε λίγο και μετά ποιος είδε τους θεούς και δεν τους φοβήθηκε. Ένας από εμάς κάνει για χίλιους Ρωμαίους. Βέβαια δεν είναι εύκολο να σας το δώσουμε. Πρέπει πρώτα να πειστούμε ότι δεν είστε φίλοι των Ρωμαίων και μετά ότι δε θα το χρησιμοποιήσετε για κακό. Το λόγο έχει το συμβούλιο του χωριού. Αύριο βράδυ λοιπόν θα μαζευτούμε και θα αποφασίσουμε».

Την άλλη μέρα οι Αρμόνι μιλούσαν με τους Γαλάτες και προσπαθούσαν να τους πείσουν ότι δεν είναι φίλοι των Ρωμαίων. Μάλιστα κανόνισαν να τους κάνουν αυτοί το τραπέζι το βράδυ,  με τις προμήθειες που είχαν μαζί τους και τότε να άκουγαν και την απόφαση του συμβουλίου. Έτσι κι έγινε.

Οι Γαλάτες κάθισαν στο τραπέζι, μιλούσαν και περίμεναν τα φαγητά. Η μυρωδιά των φαγητών που ετοίμαζαν οι Αρμόνι, τους είχε ταράξει. Έμοιαζε λίγο με μυρωδιά από ψητό αγριογούρουνο αλλά είχε κάτι-τις διαφορετικό, απροσδιόριστο και πολύ διεγερτικό. Ο Οβελίξ ήταν ο μόνος που δεν καθόταν στο τραπέζι και πήγε μαζί με τους Αρμόνι να ψήσει. Μετά από μια ώρα γύρισε τρέχοντας, με τα μάτια γουρλωμένα.

«Αδέλφια, την κάναμε. Θα τους δώσουμε το φίλτρο οπωσδήποτε. Δεν το συζητώ, δεν το συζητώ!!!» φώναζε από μακριά.

«Τι έγινε Οβελίξ, τι εννοείς;» λένε όλοι με μια φωνή.

«Ακούστε παιδιά. Αυτοί οι Αρμόνι έχουν ένα κρέας χίλιες φορές καλύτερο από το δικό μας. Τι αγριογούρουνα και κουραφέξαλα. Μόλις φας απ’ αυτό, τα ξεχνάς όλα. ΠΡΟΒΑΤΙΝΑ το λένε. ΠΡΟΒΑΤΙΝΑ σας λέω. Κοιτάτε να τους καλοπιάσουμε να μας φέρνουν. Σωπάστε τώρα, έρχονται».

«Οβελίξ, είπες τα αγριογούρουνα κουραφέξαλα; Α, κάτι σοβαρό συμβαίνει εδώ..», είπε ο Αστερίξ και σούφρωσε φρύδια και μουστάκια.

Οι Αρμόνι φορτωμένοι μεγάλα ταψιά με κρέας έφτασαν και τα ρουθούνια όλων γέμισαν με  μυρωδιές στομαχικής άνοιξης. Οι Γαλάτες που είχαν απεριόριστη εμπιστοσύνη στις γαστρονομικές επιλογές του Οβελίξ, έπεσαν με τα μούτρα στο φαγητό. Με το που το έβαζαν στο στόμα, χαμόγελα έβγαιναν από τα αυτιά , τις μύτες και τα μάτια τους. Μετά από μια ώρα συνεχούς προβατοφαγίας τίποτα δεν είχε μείνει στο τραπέζι και οι Γαλάτες μουρμούριζαν κάτι, εμφανώς ευχαριστημένοι. Τότε μίλησε ο αρχηγός τους.

«Αγαπημένοι φίλοι και αδελφοί Αρμόνι, μπεεεε… Ουπς, μα τι είπα; Τέλος πάντων. Το συμβούλιο του χωριού αποφάσισε ότι μπορούμε να σας δώσουμε το φίλτρο. Από τον τρόπο που τρώτε, μπεεεε, φαίνεται ότι δεν είστε φίλοι των Ρωμαίων. Δρυίδη σε παρακαλώ ετοίμασε ένα βαρέλι συμπυκνωμένου φίλτρου για τα αδέλφια μας. Τώρα αποχωρώ γιατί αυτή η προβατίνα μου ξύπνησε διαθέσεις μυστήριες. Γυναίκα, πάμε. Σήμερα νομίζω ότι είναι η μέρα μας, σήμερα είναι, σήμερα σου λέω». (Εννιά μήνες μετά από εκείνο το βράδυ, η μαμή του χωριού δεν προλάβαινε να ξεγεννάει Γαλάτισσες.)

Μετά από αυτό το υπέροχο βράδυ, οι Αρμόνι ετοίμαζαν την επιστροφή. Φόρτωσαν το φίλτρο και αφού υποσχέθηκαν ότι θα έστελναν γρήγορα ζωντανές προβατίνες και βαρβάτους για αναπαραγωγή, έφυγαν για την πόλη τους. Ρύθμισαν το ρολόι και έφθασαν μια ώρα μετά από την ώρα που είχαν φύγει. Κανείς στην πόλη δεν κατάλαβε τίποτα. Άνοιξαν την άλλη μέρα το μαγαζί τους κανονικά και σχεδίαζαν πώς θα δοκιμάσουν το μαγικό τους φίλτρο. Το βράδυ μαζεύτηκαν και αποφάσισαν να πιουν πρώτα αυτοί και μετά έβλεπαν πώς θα το έδιναν και σε άλλους. Διάλεξαν να το πιουν τη μέρα που θα ερχόντουσαν τα παλικάρια του Τόνυ να πάρουν το βδομαδιάτικο. Φρόντισαν εκείνη την ώρα να είναι μαζεμένοι πολλοί πελάτες, κάνοντας μια γιορτή με δωρεάν λεμονάδες. Οι φουσκωτοί μπήκαν στο μαγαζί και πλησίασαν στο ταμείο. Οι Αρμόνι κοιτάχτηκαν, χαμογέλασαν πονηρά και…

Posted in Χωρίς κατηγορία | Leave a Comment »

ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΝΟΣ 1ο επεισόδιο

Posted by armoniki στο 5 Ιανουαρίου, 2009

Σικελιανονός

του Αντρέα Ζαρρίνο

 

1ο επεισόδιο

 

Βρισκόμαστε στην εποχή της ποτοαπαγόρευσης. Την πόλη ελέγχει ο φημισμένος Ντίμι Σκουράνο και οι γενναίοι του. Για πολλά χρόνια έχει επικρατήσει των άλλων οικογενειών και το μίσος που υπάρχει μεταξύ τους είναι μεγάλο. Πολλές προσπάθειες ανατροπής του είχαν πέσει στο κενό.  Ο Κόκο Μίχο και  ο Κόκο Αδαλακίνι ήταν κάποιοι από αυτούς που προσπάθησαν ανεπιτυχώς. Όμως ένα χειμώνα, ο Τόνυ Τζαμάτο, μετέπειτα γνωστός και ως Τόνυ Κοστοβόρο, αποφάσισε να πάρει τον έλεγχο της πόλης στα χέρια του. Παρέα με τα παλικάρια του και το Δον Καζάνο με τη σινιόρα του , ο Τόνυ ετοίμαζε το μεγάλο κόλπο. Πήρε με το μέρος του ένα πρωτοπαλίκαρο του Σκουράνο, τον Κόκο Κλωνεόνε και άρχισε την επίθεση. Ο Σκουράνο στο τέλος δεν άντεξε. Μετά από πολλές και σκληρές  μάχες, ο Τζαμάτο νίκησε και η πόλη έπεσε στα χέρια του.

Λίγο καιρό αργότερα, μια μικρή οικογένεια με αρχηγό τον Γκρέγκο Αρμόνι, ζήτησε από τον Τζαμάτο και τη Δόνα Καζάνο, να της δώσουν ένα μαγαζί της πόλης για να δουλέψει, πουλώντας λεμονάδες. Όμως ο Τόνυ κι η σινιόρα αρνήθηκαν, γιατί τα μαγαζιά τα ήθελαν για να πουλάνε αλκοόλ. Φοβήθηκαν μήπως οι λεμονάδες των Αρμόνι έριχναν τους τζίρους του λαθρεμπορίου ποτών.

Έτσι λοιπόν ξεκίνησε ο πόλεμος, που έχει μείνει στην ιστορία με το όνομα Σικελιανονός. Κράτησε λίγους μήνες και στο τέλος επειδή οι απώλειες ήταν μεγάλες, ο Τόνυ Τζαμάτο, μαζί με το συνεργάτη του Μπαμπίνο Στελλάτο, (ο οποίος συνέταξε το συμφωνητικό), έδωσε ένα μαγαζί στους Αρμόνι, έναντι μικράς αμοιβής.

Posted in Χωρίς κατηγορία | Leave a Comment »